Μια σειρά έργων του Γιάννη Μιχαηλίδη με γενικό τίτλο “Υδατογραφίες” εγκαινιάζεται την Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011 στις 8 μ.μ. στο βιβλιοπωλείο του Μορφωτικού Ιδρύ-ματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) στη Θεσσαλονίκη (Τσιμισκή 11). Η έκθεση περιλαμ-βάνει έργα από τις ενότητες “Θεσσαλική γη” του 2004 και “Υδατογραφίες”, που πα-ρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στη γκαλερί Νέες Μορφές στην Αθήνα το Νοέμβριο του 2008, καθώς και κάποια έργα που έγιναν αργότερα.
Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 31 Ιανουαρίου 2012 και θα λειτουργεί με το εξής ωράρι-ο: Δευτέρα, Τετάρτη, Σάββατο 10:00-15:00, Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 10:00-21:00, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό.
«Νερό, γη, ανθρώπινα δημιουργήματα προορισμένα να ζήσουν στο κύμα και να πεθάνουν κάποτε στο χώμα, η μαγική φθορά του χρόνου, αποτελούν τις πηγές της προσωπικής εικο-νογραφίας» του Γιάννη Μιχαηλίδη, όπως αναφέρει η Ελισάβετ Πλέσσα στον κατάλογο της έκθεσης “Γιάννης Μιχαηλίδης – Δέκα Υδατογραφίες”, που παρουσιάστηκε το Νοέμβριο του 2008 στη γκαλερί Νέες Μορφές στην Αθήνα. «Ένας κόσμος νερού διατρέχει τη ζωγραφική του Μιχαηλίδη, ίσως πιο γνωστή για τις εμμονές του με τη φύση των υλικών, την αγάπη του για το χαρτί και τις ατέρμονες επεμβά-σεις του σε μια ζωγραφική επιφάνεια η οποία ξεκίνησε παραστατικά, γεωμετρικά σχεδόν, για να βρει την ταυτότητά της σε μια εξπρεσιονιστική γραφή αρχέγονων παραστάσεων που προέρχονται από την ίδια τη συμπεριφορά των υλικών. Όμως σε όλη αυτή την πορεία το νε-ρό παρεμβάλλεται συνέχεια, τόσο σαν θέμα εννοιολογικό όσο και σαν οπτική απόδοση βιω-μάτων και αναμνήσεων του νησιώτη Μιχαηλίδη για να γίνουν οι δικές του ζωγραφικές εικό-νες. […] »Το θέμα του νερού πρωτοεμφανίζεται αυτόνομο στις συνθέσεις των αρχών της δεκαε-τίας του 1970 και από τότε επανέρχεται σταθερά σαν ένας συνδετικός κρίκος των αναζητή-σεών του. […] To 1979, εγκαταλείπει την αυστηρή γεωμετρικότητα και τις σαφείς εξωτερικές αναφορές, καταδύεται σε μια ρευστή, αφαιρετική γραφή εξπρεσιονιστικού χαρακτήρα. […] Το 1991, στην γκρίζα αφαιρετική σειρά “Αιγαίο Β”, τα Νερά του γκρίζου, ή η Υδάτινη παγίδα, φα-νερώνουν τον Μιχαηλίδη να χειρίζεται το νερό σαν επιφάνεια από στρώσεις χρωμάτων, και χαρτιών, τσαλακωμένων και ξανα-δουλεμένων, αφήνοντας μέσα από σχισμές να φανεί η ύπαρξη ενός εκρηκτικού σύμπαντος που παλεύει για να βγει στην επιφάνεια. To 1993, φτάνει στον τρόπο της ρευστής γραφής του που τον συνοδεύει μέχρι σήμερα – ιδιότυποι ζωγραφικοί "χάρτες", που μοιάζει να απεικονίζουν άγνωστούς μας, πανάρχαιους τόπους, όπως στα μάρμαρα και στους παλιούς τοίχους. Ακολουθεί το τέλος της δεκαετίας του 1990, όπου δε-σπόζει η εμμονή του με το χαρτί –το βάψιμο, το τσαλάκωμα και το σκίσιμο του– σαν τις αφί-σες στους δρόμους που κολλώνται συνέχεια πάνω στις παλιές μέχρι να αποκαλύψουν σε σημεία τους, με το πέρασμα του χρόνου, τμήματα εκείνων που προηγήθηκαν. »Όταν πια έρχεται η σειρά της “Θεσσαλικής Γης” του 2004, με τις αναφορές στη φύση της Θεσσαλίας, αυτά τα σχεδόν ιδεογράμματα-φύλλα ελιάς συχνά επιπλέουν σκόρπια, σε ένα διάφανο ζωγραφικό νερό. Ειδικά στις μεγάλες συνθέσεις τους, τα φύλλα είναι ταυτόχρονα ο άμεσος πρόγονος των υγρών λωρίδων στο παρόν σύνολο: οι αυλακιές του ζωγραφισμένου νερού παράγονται στα υδάτινα τωρινά έργα κυρίως από τα σημεία που η μία πινελιά συνα-ντάει την άλλη και αφήνεται να ενωθεί μαζί της, όπως με τον ίδιο τρόπο σχηματίζονται οι κα-ταιγισμοί των φυλλωμάτων στους θεσσαλικούς πίνακες και όπως το νερό έχει αφήσει τα ίχνη του στους χαρακωμένους βράχους των φωτογραφιών του. »Αν μέχρι τώρα η ζωγραφική του Μιχαηλίδη ερωτοτροπούσε με την αφαίρεση, εδώ της παραδίνεται ολοκληρωτικά• με τα πιο απλά υλικά, χωρίς την παλαιότερη επεξεργασία και την προσθετική διαδικασία που εφάρμοζε. Εδώ, το χαρτί επικολλάται όπως πάντα σε πανί, αλλά προετοιμάζεται με βερνίκι και ζωγραφίζεται με ακρυλικό αραιωμένο και δουλεμένο σαν α-κουαρέλα, ώστε να κρατά έτσι τη διαφάνεια της νερομπογιάς αλλά και τη σάρκα του λαδιού. Ο Μιχαηλίδης γνωρίζει καλά πως εδώ τα χρειάζεται και τα δύο. »Στα έργα της περιόδου 2005-7, τα μεγαλύτερα σε μέγεθος που έχει δημιουργήσει ποτέ, δεν υπάρχει πια η ανάγκη για σύνθετες ζωγραφικές διαδικασίες. Εδώ ο Μιχαηλίδης βρίσκε-ται σε έναν άμεσο διάλογο με τη ζωγραφική του επιφάνεια και δεν ξεχνά πως το νερό για να υπάρξει στα μάτια μας χρειάζεται έναν πυθμένα και το χρώμα ένα υπόβαθρο. Αφήνει τα πε-ρίπλοκα παιχνίδια της ύλης και πηγαίνει απευθείας στην αίσθηση του νερού και του φωτός για να δημιουργήσει την εικόνα που θέλει». |