Specials
Recent News
Ενδιαφέρουσες συμμετοχές Εκτύπωση E-mail
Τετάρτη, 20 Μάρτιος 2013 08:09

HHYTREREEWW

 

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν , στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Αλίσια Κάνο (Η Μπέλα Βίστα), Ντάνιελ Άσμπα (Πέρα από το Βρίτσεν), Γερούν φαν Φέλζεν (Ουαβούμπα) και Βόλκερ Γκέτσε (Γκριό).

Οι ταινίες μας ταξιδεύουν σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου. Στο ντοκιμαντέρ Γκριό ο Βόλκερ Γκέτσε πηγαίνει στη Δυτική Αφρική για να παρακολουθήσει τη ζωή του περίφημου σενεγαλέζου τραγουδοποιού και «γκριό»

(θεματοφύλακα των επικών ιστοριών της πατρίδας του) Αμπλαγέ Σισοκό. Έναυσμα για τον σκηνοθέτη αποτέλεσε η προσωπική ενασχόλησή του με τη μουσική. «Σπούδασα μουσική στην Κολωνία και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη κι έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να ανακαλύψω τους παραλληλισμούς ανάμεσα στην παραδοσιακή μουσική και την τζαζ-φολκ.

Η Αφρική διαθέτει συναρπαστική μουσική παράδοση και θέλησα να ερευνήσω από κοντά αυτό το θέμα. Στην πορεία, συνειδητοποίησα ότι οι μουσικοί που φτάνουμε από την Ευρώπη στην Αφρική είμαστε ‘’φορτωμένοι’’ με ακαδημαϊκές γνώσεις. Αυτό δεν ισχύει εκεί. Στην Αφρική η μουσική είναι βίωμα, παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνία. Έμαθα λοιπόν εκεί να προσεγγίζω τη μουσική με τον τρόπο των ντόπιων, να αφήνομαι», εξήγησε ο δημιουργός. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο ίδιος διαπίστωσε ότι οι «γκριό», που σταδιακά σπανίζουν, έρχονται κι αυτοί αντιμέτωποι με τον σύγχρονο κόσμο που επιβάλλει ραγδαίες αλλαγές στις μακραίωνες παραδόσεις. «Στο παρελθόν οι ‘’γκριό’’ αφηγούνταν ιστορίες χωριών ή τις περιπέτειες βασιλέων. Πλέον οι ίδιοι ενημερώνονται από τα ΜΜΕ και αφηγούνται σύγχρονα γεγονότα που συμβαίνουν ανά τον κόσμο. Η παγκοσμιοποίηση τους αγγίζει κι αυτούς. Επίσης, κάνουν αναφορές σε προσωπικά γεγονότα, κάτι που δεν ίσχυε παλιά. Για παράδειγμα, ένας “γκριό” δεν θα μιλούσε ποτέ για την κόρη του», κατέληξε ο σκηνοθέτης.

Στην Αφρική, αυτή τη φορά όμως στην Κένυα, διαδραματίζεται το ντοκιμαντέρ  Ουαβούμπα του Γερούν φαν Φέλζεν, που εστιάζει στον κόσμο των πνευμάτων. Όπως εξήγησε ο σκηνοθέτης, ο τίτλος της ταινίας σημαίνει «ψάρι» και παραπέμπει σε μία μικρή φυλή ψαράδων που ζει σε νησί της Ανατολικής Κένυας. Σε ερώτηση σχετικά με το πώς αποφάσισε να καταγράψει μία τέτοια ιστορία, ο ίδιος απάντησε: «Μεγάλωσα στην Κένυα και κράτησα από εκεί καταπληκτικές αναμνήσεις. Όταν ήμουν παιδί είχα γνωρίσει έναν ψαρά που μου αφηγήθηκε ιστορίες για τα πνεύματα της θάλασσας. Μαγεύτηκα. Όταν επέστρεψα πριν από μερικά χρόνια εκεί, θέλησα να ξαναβρώ τον μαγικό κόσμο της παιδικής μου ηλικίας. Ανακάλυψα λοιπόν έναν ψαρά, που μου θύμισε εκείνον τον ψαρά των παιδικών μου χρόνων και για άλλη μία φορά είχα την ευκαιρία να ακούσω εκπληκτικές ιστορίες». Σύμφωνα με τον ολλανδό δημιουργό, ο Μασούντ, ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, θυμίζει  τον ήρωα από το «Γέρο και τη θάλασσα» του Ε. Χέμινγουεϊ. «Ο Μασούντ μου μίλησε για τεράστια ψάρια, για έναν καρχαρία μεγαλύτερο από το κανό του, που ζύγιζε πάνω από 400 κιλά. Μου είπε ότι με έναν τέτοιο καρχαρία χρειάστηκε κάποτε να παλέψει όλη τη νύχτα. Το ξημέρωμα, αφού τον νίκησε, δοκίμασε να τον ανεβάσει πάνω στο κανό του, το οποίο μάλιστα χρειάστηκε να γεμίσει με νερό. Δεν ξέρω πόση αλήθεια υπάρχει σε τέτοιες ιστορίες, αλλά μου φαίνονται συναρπαστικές. Πήγαμε για ψάρεμα με τον Μασούντ και εντυπωσιάστηκα από τις γνώσεις του για τη θάλασσα κι έτσι αποφάσισα να αφηγηθώ την ιστορία του», επεσήμανε ο σκηνοθέτης. Κεντρική θέση στην ταινία έχει η σχέση του ανθρώπου με τη φύση. «Στην Αφρική οι άνθρωποι έχουν διαφορετική επαφή με τη φύση από αυτήν που έχουμε εμείς στην Ευρώπη. Εκεί ο ήλιος είναι δυνατός, ο άνεμος καυτός. Τα βράδια, η φαντασία των ψαράδων που βγαίνουν για ψάρεμα, οργιάζει. Όλοι μιλάνε για τα πνεύματα που τρέχουν πάνω στη θάλασσα και, καθώς βλέπεις την επιφάνειά της να λαμπιρίζει, δεν μπορείς παρά να αναρωτιέσαι αν υπάρχει τελικά κάτι παραπάνω από αυτό που βλέπεις με τα μάτια. Κι αυτό είναι κάτι που με συγκινεί», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης.

Με εντελώς διαφορετικό φόντο, ένα χωριό της Ουρουγουάης, η ταινία Η Μπέλα Βίστα της Αλίσα Κάνο καταγράφει την ασυνήθιστη ιστορία ενός σπιτιού που ξεκίνησε στεγάζοντας έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο, στη συνέχεια έγινε οίκος ανοχής με τραβεστί και κατέληξε να λειτουργεί ως καθολικό ξωκλήσι. Η ιστορία βασίζεται σε αληθινό περιστατικό, για το οποίο η σκηνοθέτιδα ενημερώθηκε από σχετικό ρεπορτάζ εφημερίδας. «Διάβασα ότι υπήρχε ένας οίκος ανοχής ο οποίος έγινε οίκος προσευχής. Μου φάνηκε ενδιαφέρουσα ιστορία και όταν πήγα στο χωριό για να την ερευνήσω, ανακάλυψα ότι στον ίδιο χώρο έδρευε παλιότερα ποδοσφαιρικός σύλλογος», εξήγησε η ίδια. Η ταινία είναι ένας συνδυασμός μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Σε ερώτηση για το πώς αντιλαμβάνονται οι θεατές αυτό το στοιχείο, η κ. Κάνο επεσήμανε: «Επειδή δεν διέθετα αρχειακό υλικό, αποφάσισα να βάλω τους ήρωες να παίξουν την ιστορία και όχι απλώς να μιλούν γι' αυτήν. Κι αυτό γιατί διαπίστωσα ότι οι άνθρωποι αυτοί χρησιμοποιούν το σώμα τους, κινούνται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Οι θεατές στην Ουρουγουάη είναι εξοικειωμένοι με τέτοια θέματα και βρήκαν ότι η ιστορία δεν απέχει από την πραγματικότητα. Σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στην Τσεχία, οι θεατές με ρωτούσαν αν οι χαρακτήρες που εμφανίζονται στο φιλμ είναι ηθοποιοί. Στην πραγματικότητα δεν εμφανίζεται στην ταινία παρά μόνο ένας ηθοποιός, όλοι οι υπόλοιποι είναι  πραγματικά πρόσωπα». Πέρα από το προφανές, πρώτο επίπεδο του διασκεδαστικού αυτού ντοκιμαντέρ, κρύβεται ένα αιχμηρό σχόλιο της σκηνοθέτιδας για την υποκρισία και την προκατάληψη. «Άλλα γίνονται τη νύχτα κι άλλα τη μέρα. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που το πρωί πηγαίνουν στην εκκλησία, είναι αυτοί που όταν πέσει το σκοτάδι πηγαίνουν στον οίκο ανοχής», τόνισε η δημιουργός.

Το ντοκιμαντέρ Πέρα από το Βρίτσεν του Ντάνιελ Άσμπα αφηγείται την ιστορία τριών εφήβων με παραβατική συμπεριφορά, τρία χρόνια μετά την απoφυλάκισή τους από σωφρονιστήριο στο Βραδεμβούργο. Μέσα από τα μάτια τους, καθώς προσπαθούν να επανενταχθούν στην κοινωνία, η ταινία αποκαλύπτει τις ελπίδες, την υπερηφάνεια, τις σκέψεις και τους φόβους τους. «Δούλεψα ως εθελοντής κοινωνικός λειτουργός στο σωφρονιστικό αυτό ίδρυμα και αποφάσισα να παρακολουθήσω τις ιστορίες πέντε κρατούμενων. Τους έπεισα να το κάνουν, κατέληξα στους τέσσερις από αυτούς, στην ταινία όμως εμφανίζονται τελικά οι τρεις, καθώς  ένας δεν μου έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσω το υλικό που είχα συγκεντρώσει», είπε αρχικά ο σκηνοθέτης. Η επανένταξη των αποφυλακισθέντων στην κοινωνία δεν είναι εύκολη διαδικασία. «Όταν άρχισα να γυρίζω την ταινία οι άλλοι μου έλεγαν ότι από τους πέντε άντρες τουλάχιστον οι τρεις θα επέστρεφαν στη φυλακή. Εγώ, ίσως με κάποια αφέλεια, έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους που ήθελαν να ξεκινήσουν μία νέα ζωή, είχαν ενθουσιασμό και για το λόγο αυτό θέλησα να διερευνήσω ποια εμπόδια αντιμετωπίζουν οι νέοι που αποφυλακίζονται», υπογράμμισε ο ίδιος.  Η εύρεση μιας θέσης εργασίας μετά τη φυλακή είναι δύσκολη υπόθεση. «Ένας από τους ήρωες βρίσκει δουλειά σε χοιροστάσιο και είναι χαρούμενος γι' αυτό, παρόλο που πρόκειται για μία πολύ βρώμικη δουλειά», παρατήρησε ο κ. Άσμπα. Στόχος του, όπως πρόσθεσε, δεν ήταν μέσα από την ταινία να δώσει απαντήσεις, αλλά κυρίως να δείξει ότι το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας δεν λειτουργεί αποτελεσματικά. Σε ερώτηση σχετικά με το αν ο ίδιος νιώθει κάποιο αίσθημα πικρίας ή λύπης για τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται οι ζωές των τριών ηρώων της ταινίας, ο δημιουργός απάντησε: «Ως κινηματογραφιστής προσπάθησα να διατηρήσω αποστάσεις από την ιστορία, να παίξω τον ρόλο παρατηρητή. Ωστόσο, υπήρξαν στιγμές που δεν απέφυγα την εμπλοκή. Όταν κάποια στιγμή τους είδα να παίρνουν ναρκωτικά, τους είπα: “Μήπως να το περιορίσετε λίγο”; Κατάλαβα ότι ξαφνιάστηκαν και στην πορεία αποφάσισα να είμαι μόνο κινηματογραφιστής, να αποφύγω το ρόλο του κοινωνικού λειτουργού».