Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν , στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Χέρμπερτ Σβέινμπγιορνσον (Στάχτη) και Μάρτα Κάνινχαμ (Οδός Βαλεντίνου).
Στην ταινία Στάχτη, o Χέρμπερτ Σβέινμπγιορνσον καταγράφει το χρονικό της ηφαιστειακής έκρηξης που συνέβη στις 14 Απριλίου 2010, στην Έιγιαφιαλαγέκουλ της Ισλανδίας. Λόγω του συμβάντος, εκτοξεύτηκαν στη στρατόσφαιρα 70 τόνοι στάχτης ανά δευτερόλεπτο και οι Ισλανδοί αγρότες είχαν να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης.
Η ταινία παρακολουθεί για ένα χρόνο τρεις οικογένειες της περιοχής και καταγράφει την επίδραση της στάχτης στη ζωή τους. «Ήταν πρόκληση για μένα να παρακολουθήσω τις ζωές των ανθρώπων αυτών. Αυτό που έζησαν οι κάτοικοι της Ισλανδίας ήταν κάτι πολύ δύσκολο, αλλά έδειξαν μεγάλη ψυχική δύναμη», επεσήμανε ο δημιουργός. Μία από τις ηρωίδες της ταινίας λέει ότι η σοβαρή οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα ήταν χειρότερη από την έκρηξη. Με αφορμή αυτό, ο σκηνοθέτης σχολίασε: «Στην Ισλανδία υπήρξε μία εποχή όπου ο κόσμος τρελαινόταν για το χρήμα. Πριν την έκρηξη, οι τράπεζες έδιναν δάνεια σε γιεν και άλλα ξένα νομίσματα και όχι σε ισλανδική κορόνα, που είναι ένα αδύναμο νόμισμα. Όταν κατέρρευσε η οικονομία, η κορόνα υποτιμήθηκε κατά 100% και τα δάνεια που είχε πάρει ο κόσμος διπλασιάστηκαν μέσα σε λίγες ώρες. Αυτό προκάλεσε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, τα οποία έγιναν ακόμη μεγαλύτερα λόγω των συνεπειών της ηφαιστειακής έκρηξης. Οικογένειες αγροτών είδαν τη γη τους να χάνεται λόγω των απαιτήσεων των τραπεζών». Στις 27 Απριλίου 2013 θα γίνουν κοινοβουλευτικές εκλογές στην Ισλανδία. Ο σκηνοθέτης αποκάλυψε ότι, θέλοντας να αλλάξει τα πράγματα, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη σκηνοθεσία και να ιδρύσει ένα κόμμα, από το οποίο μάλιστα εκλέχθηκαν τέσσερις βουλευτές. Ωστόσο, όταν είδε ότι δεν γινόταν καμία αλλαγή, απογοητεύτηκε γενικότερα και επέστρεψε στη σκηνοθεσία. Ο ίδιος τόνισε: «Τα πράγματα είναι ακόμη δύσκολα, η υποτίμηση του νομίσματος συνεχίζει να επηρεάζει τις ζωές μας, βλέπω όμως ότι ο κόσμος θα εκλέξει τα ίδια κόμματα που μας οδήγησαν στην κατάρρευση. Στις επικείμενες εκλογές θα κατεβούν 14 παρατάξεις, από τις οποίες οι 10 είναι καινούργιες, όμως οι δημοσκοπήσεις δείχνουν να επικρατούν οι δύο που ήταν ισχυρές και πριν την οικονομική κρίση. Τα πολιτικά κόμματα είναι σαν τις θρησκείες ή σαν τις ομάδες ποδοσφαίρου. Δύσκολα αλλάζεις κόμμα. Σήμερα νιώθω ότι επιστρέφουμε στο 2007. Οι άνθρωποι δεν θέλουν την αλλαγή, πράγμα που είναι παράξενο».
Στη συνέχεια της εκδήλωσης, η αυτοδίδακτη αμερικανίδα σκηνοθέτιδα Μάρτα Κάνινχαμ μίλησε για το ντοκιμαντέρ της Οδός Βαλεντίνου, το οποίο εστιάζει σε ένα φρικιαστικό φόνο: Το 2008, ο Μπράντον Μακίνερνι, τελειόφοιτος γυμνασίου στην πόλη Όξναρντ της Καλιφόρνια, πυροβόλησε εξ επαφής και σκότωσε τον συμμαθητή του, Λάρι Κινγκ. Η ταινία καταγράφει το χρονικό του συμβάντος και θίγει ζητήματα όπως το μίσος, η προκατάληψη, η άγνοια και η ομοφοβία, καθώς το θύμα είχε έγχρωμη καταγωγή και πειραματιζόταν με τη σεξουαλική του ταυτότητα, ενώ ο θύτης ήταν λευκός με ρατσιστικές τάσεις. Η υπόθεση έγινε πρωτοσέλιδο στις ΗΠΑ και έστρεψε το ενδιαφέρον στα προβλήματα των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και τρανσέξουαλ εφήβων, καθώς και στις ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού και δικαστικού συστήματος. Όπως εξήγησε η σκηνοθέτιδα σχετικά με τον θύτη: «Δεν θέλησα να δαιμονοποιήσω τον Μπράντον, ο οποίος πυροβόλησε και σκότωσε έναν άνθρωπο, ήταν όμως μόνο 14 χρονών. Ήθελα να παρουσιάσω τις δύο πλευρές ισορροπημένα. Όταν ασχολείσαι με ένα τέτοιο θέμα πρέπει να έχεις κατά νου ότι ο δολοφόνος ήταν ένα αγόρι, να ψάξεις από πού ήρθε, πώς έγινε αυτός που έγινε. Νιώθω ότι για περιστατικά όπως αυτό, είμαστε υπεύθυνοι εμείς οι ενήλικες, είμαστε υπεύθυνοι γι' αυτά που λέμε, γιατί τα παιδιά μας ακούν. Ο Μπράντον, σκοτώνοντας τον συμμαθητή του, νόμιζε ότι έκανε χάρη στην κοινωνία και από την άποψη αυτή είναι προϊόν του κοινωνικού του περίγυρου, της άγνοιας και των προκαταλήψεων». Προκειμένου η ίδια να αποκτήσει όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη άποψη για την υπόθεση, παρακολούθησε από κοντά την εξέλιξη της δίκης που κράτησε για πολλές εβδομάδες. Απέφυγε να μιλήσει με τον ίδιο τον Μπράντον. «Το να έρθεις σε επαφή με έναν υπόδικο είναι δύσκολη διαδικασία στην Καλιφόρνια. Επιπλέον όμως, αν έβαζα τον Μπράντον να μιλάει στην ταινία, φοβόμουν πώς θα αντιδρούσε το κοινό», εξήγησε. Αντίθετα, μίλησε πολύ με τα υπόλοιπα παιδιά στο σχολείο του συμβάντος. «Αυτά τα παιδιά δεν δέχτηκαν ποτέ ψυχολογική υποστήριξη. Την επόμενη μέρα πήγαν στο σχολείο τους. Έτσι, μιλώντας μαζί τους και κυρίως δίνοντάς τους φωνή μέσα από την ταινία, πιστεύω ότι κατά κάποιον τρόπο τους πρόσφερα ψυχική υποστήριξη», παρατήρησε. Πρόθεσή της, όπως είπε, δεν ήταν να φανεί διδακτική μέσα από την ταινία. «Δεν λέω στον κόσμο τι να κάνει, δεν με ενδιαφέρει να κάνω κήρυγμα. Θέλω όμως να παρακινήσω τον θεατή να αντιδράσει όταν βλέπει να συμβαίνουν γύρω του, στην κοινότητά του, πράγματα που τον εξοργίζουν». |